σχεδιογράφος

σχεδιογράφος
και σχεδιαγράφος, ο, Ν
αυτός που έχει ως επάγγελμα την εκτέλεση σχεδιογραφημάτων, σχεδιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιο + -γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σχεδιογράφος — σχεδιογράφος, ο και σχεδιαγράφος, ο σχεδιαστής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • σχεδιαγράφος — ο, Ν βλ. σχεδιογράφος …   Dictionary of Greek

  • Κάρτερ, Χάουαρντ — (Howard Carter, Νόρφολκ 1873 – Λονδίνο 1939). Άγγλος αιγυπτιολόγος. Το 1891 πήρε μέρος σε αποστολή στην Αίγυπτο ως σχεδιογράφος και βοηθός στις ανασκαφές του Πέτρι στην Τελ ελ Αμάρνα και του Ναβίλ στην περιοχή του Τελ ελ Μπάχαρι (Λούξορ). Το 1899 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”